συνυποβάλλω

συνυποβάλλω
ΝΜΑ
υποβάλλω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο (α. «με την αίτηση συνυποβάλλεται και πιστοποιητικό γεννήσεως» β. «ἡ δὲ κοινότης τοῡ λόγου καὶ τὰ... πάθη ζητήσει συνυποβάλλει», Πλούτ.)
μσν.
προσθέτω κάτι, κάνω προσθήκες σε κάτι που ήδη υπάρχει
αρχ.
πιθ. ωφελώ ή συνεισφέρω σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”